- καϊκτσής
- και καϊξής, ο1. ο ιδιοκτήτης ή ο κυβερνήτης καϊκιού2. είδος μικρού ιστιοφόρου που έχει ένα μόνο ιστίο και είναι μεγαλύτερο από τη συνηθισμένη λέμβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayikci].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καϊκτσής — καϊκτσής, ο και καϊξής, ο ιδιοκτήτης καϊκιού: Νοίκιασε το καΐκι από τον καϊκτσή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καϊκάς — ο [καΐκι] ιδιοκτήτης καϊκιού, καϊκτσής … Dictionary of Greek
καϊξής — ο βλ. καϊκτσής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)